διάζωμα

διάζωμα
διάζωμα, ατος, τό,
A that which is put round as a girdle: hence,
1 a girdle, drawers,

δ. ἔχειν περὶ τὰ αἰδοῖα Th.1.6

.
b bandage, Hp. Fist.9.
2 φρενῶν δ., = διάφραγμα 11, Arist.PA672b10;

τὸ δ. τὸ τοῦ θώρακος Id.HA497a23

: of the pelvis, ib.493a22; partition, Id.PA 681a3.
3 cornice or frieze in Architecture, Thphr.Lap.7.
4 gangway, giving access to the seats in a theatre, CIG(add.)2755 ([place name] Aphrodisias), Vitr.5.6.7.
5 vein, layer, marking, in stone, Dsc. 5.126.
6 isthmus, Plu.Phoc.13.
7 layer, stratum of atmosphere, Herm. ap. Stob.1.49.69; vein, of copper ore, Dsc.5.74 (pl.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διάζωμα — that which is put round as a girdle neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάζωμα — Το μέρος του αρχαίου ελληνικού ναού που βρισκόταν ανάμεσα στο επιστύλιο και στο γείσο. Στους ναούς δωρικού ρυθμού το δ. απαρτιζόταν από τρίγλυφα και μετόπες, οι οποίες συνήθως είχαν ανάγλυφες ή γραπτές παραστάσεις, ενώ σε εκείνους που… …   Dictionary of Greek

  • διάζωμα — το 1. ημικυκλικός διάδρομος ανάμεσα στις σειρές των θέσεων στα θέατρα ή τα στάδια. 2. η στενόμακρη επιφάνεια που βρίσκεται ανάμεσα στο γείσο και το επιστύλιο στους αρχαίους ναούς. 3. στενή λωρίδα που χωρίζει σαν ζώνη δύο επιφάνειες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαζωμάτων — διάζωμα that which is put round as a girdle neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαζώματα — διάζωμα that which is put round as a girdle neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαζώματι — διάζωμα that which is put round as a girdle neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαζώματος — διάζωμα that which is put round as a girdle neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωρικός ρυθμός — Ο αρχαιότερος από τους τρεις ρυθμούς της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής· οι άλλοι δύο είναι ο ιωνικός και o κορινθιακός. Πήρε την ονομασία του από τους Δωριείς και διαμορφώθηκε στην Ελλάδα και στις ελληνικές αποικίες της νότιας Ιταλίας και της… …   Dictionary of Greek

  • Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • διαζώματ' — διαζώματα , διάζωμα that which is put round as a girdle neut nom/voc/acc pl διαζώματι , διάζωμα that which is put round as a girdle neut dat sg διαζώματε , διάζωμα that which is put round as a girdle neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”